- ἴσχειν
- ἴσχωkeep backpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ischämie — Eine Ischämie, ausgesprochen: Is chämie (von altgriechisch ἴσχειν is chein „zurückhalten“ sowie αἷμα haima „Blut“) ist eine Blutleere im Sinne einer gravierenden Minderdurchblutung oder eines vollständigen Durchblutungsausfalls eines Gewebes (bzw … Deutsch Wikipedia
Isquemia — En medicina, se denomina isquemia (del griego ἴσχειν, ísjein, ‘detener’ y αἷμα, aíma, ‘sangre’) al sufrimiento celular causado por la disminución transitoria o permanente del riego sanguíneo y consecuente disminución del aporte de oxígeno… … Wikipedia Español
Isquemia — (Del gr. isco, detener + haima, sangre.) ► sustantivo femenino MEDICINA Detención de la circulación sanguínea en alguna zona de las arterias. * * * isquemia (del gr. «íschein», detener, y « emia») f. Med. Falta de riego transitoria o permanente… … Enciclopedia Universal
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
εναλλάξ — (AM ἐναλλάξ) επίρρ. κατά διαδοχική επανάληψη, εκ περιτροπής, μια ο ένας και μια ο άλλος («τοὺς δὲ τοιούτους ἐναλλὰξ τοτὲ μὲν χεῑρον, τοτὲ δὲ βέλτιον πράξειν», Ισοκρ.) νεοελλ. (γεωμ.) «εναλλὰξ γωνίες» αυτές που σχηματίζονται και από τη μία και από … Dictionary of Greek
πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… … Dictionary of Greek
ԱՆԿԱՐՈՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0172 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 11c, 12c գ. ԱՆԿԱՐՈՂՈՒԹԻՒՆ ԱՆԿԱՐՈՒԹԻՒՆ Անկարողն գոլ. անզօրն լինել. տկարութիւն. չկարելն. ἁδυναμία, οὑκ ἱσχεῖν impotentia, non posse չկրնալն, չատիկելն. ... *Ոչ բնութեանն անկարողութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՁԵՌՆՀԱՍ — (ի, ից.) NBH 2 0154 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c, 14c ա. Ոյր ձեռն հասանէ առ առնել ինչ. կարօղ. բաւական. ճոխ. *Ունեւորաց եւ ձեռնհասից ամենայն մարդիկ իցեն սիրելիք (այսինքն սիրօղք). Ոսկիփոր.: ՁԵՌՆՀԱՍ ԼԻՆԵԼ. ἱσχεῖν valere εὑπορέω… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)